τειχομελης

τειχομελης
    τειχομελής
    τειχο-μελής
    2
    своими звуками воздвигающий стены
    

(κιθάρη, sc. τοῦ Ἀμφίονος Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τειχομελης" в других словарях:

  • τειχομελής — walling by music masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τειχομελής — ές, Α αυτός που με τη μελωδία του χτίζει τείχη («κιθάρη τείχομελής» η κιθάρα τού Αμφίονος, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + μελής (< μέλος), πρβλ. ἡδυ μελής] …   Dictionary of Greek

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

  • τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»